συντελικούς

συντελικούς
συντελικός
belonging to
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • διπλασιάζω — (AM διπλασιάζω) [διπλάσιος] 1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό 2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ») αρχ. 1. επαναλαμβάνω μετρική φράση 2. παίρνω διπλάσια αξία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”